- ενοχή
- culpabilité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐνοχή — liability fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek
ενοχή — η 1. το να είναι κάποιος ένοχος για αξιόποινη πράξη, η υπαιτιότητα, η ευθύνη. 2. (νομ.), η έννομη σχέση που συνδέει αυτόν που υποχρεώνεται σε κάποια παροχή προς εκείνον που έχει δικαίωμα σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλέγγυα ενοχή — Νομικός όρος που δηλώνει την οφειλή ή απαίτηση δύο ή περισσότερων προσώπων, όχι σε ποσοστό (κατά τρόπο διαιρετό), αλλά στο ολόκληρο ο καθένας. Ο τρίτος (δανειστής) μπορεί να ζητήσει την οφειλή από όποιον θέλει, είναι όμως υποχρεωμένος να την… … Dictionary of Greek
ἐνοχαῖς — ἐνοχή liability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοχῆς — ἐνοχή liability fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοχήν — ἐνοχή liability fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοχῶν — ἐνοχή liability fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek